χειραγωγήσῃ

χειραγωγήσῃ
χειραγωγέω
lead by the hand
aor subj mid 2nd sg
χειραγωγέω
lead by the hand
aor subj act 3rd sg
χειραγωγέω
lead by the hand
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χειραγώγηση — χειραγώγηση, η και χειραγωγία, η η οδήγηση από το χέρι, η αγωγή, η καθοδήγηση: Τα παιδιά θέλουν χειραγώγηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειραγώγηση — η / χειραγώγησις, ήσεως, Ν Μ [χειραγωγῶ] το να κρατάει κανείς κάποιον από το χέρι και να τόν οδηγεί (α. «θέλει να είναι ανεξάρτητος, δεν χρειάζεται χειραγώγηση» β. «παρ οἰκείων ὀφθαλμῶν χειραγώγησιν ἐφαντάζετο», Νικ. Χων.) νεοελλ. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • καθοδήγηση — η (Α καθοδήγησις) [καθοδηγώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθοδηγώ, ακριβής οδήγηση, χειραγώγηση, υπόδειξη 2. (συγκρμ.) η ηγεσία («η καθοδήγηση τού κόμματος») …   Dictionary of Greek

  • χειραγωγία — η, ΝΜΑ [χειραγωγός] χειραγώγηση, καθοδήγηση μσν. σωφρονισμός («θεῶν πρόνοια... τῷ ξύλῳ διδοῡσα χειραγωγίαν», Πρόδρ.) μσν. αρχ. αρωγή, συνδρομή, βοήθεια (α. «ὁ θεὸς καὶ τὴν ἐκ τοῡ νόμου σοι χειραγωγίαν προσέθηκε», Βασ. β. «ἀνδρός, οὐ παιδός, πρὸς… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • καθοδήγηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καθοδηγώ, οδηγία, χειραγώγηση: Οι νέοι χρειάζονται καθοδήγηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”